- ἐργαζομένη
- ἐργάζομαιworkpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐργαζομένῃ — ἐργάζομαι work pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βέιλ, Σιμόν — I (Simone Weil, Γαλλία 1909 – Άσορντ Κεντ, Αγγλία 1943). Γαλλίδα φιλόσοφος και συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία, κλασική φιλολογία και φυσική. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγήτρια φιλοσοφίας σε σχολεία μέσης εκπαίδευσης της Γαλλίας και κατά τη διετία… … Dictionary of Greek
Δαράκη, Πέπη — (Αγία Παρασκευή Λέσβου 1909 –). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Σπούδασε παιδαγωγικά στην Αθήνα, σταδιοδρόμησε όμως ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενη με διάφορες εφημερίδες και το ραδιόφωνο. Παράλληλα διετέλεσε επί σειρά ετών δημοτική σύμβουλος… … Dictionary of Greek
δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… … Dictionary of Greek
Λέσινγκ, Ντόρις Μέι — (Doris May Lessing, Κερμανσάχ, Ιράν 1919 –). Βρετανίδα συγγραφέας. Ο πατέρας της, ο οποίος ήταν ανάπηρος, βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, υπηρετούσε ως υπάλληλος της Αυτοκρατορικής Τράπεζας της Περσίας και η μητέρα της ήταν νοσοκόμα. Το 1925 … Dictionary of Greek
Νάκου, Λιλίκα — (Αθήνα 1903 – 1989). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Γενεύης, όπου είχε εγκατασταθεί από μικρή με τη μητέρα της. Παράλληλα σπούδασε και μουσική. Το 1923 πήγε στο Παρίσι, όπου έζησε για αρκετά… … Dictionary of Greek